στειρολόγημα

στειρολόγημα
το обрезание бесплодных побегов, веток

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στειρολόγημα" в других словарях:

  • στειρολόγημα — το, Ν η αποκοπή τών στείρων βλαστών τού αμπελιού, τών βλασταριών που δεν έχουν σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. κορφο λόγημα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»